τηλεφεγγής: Difference between revisions
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
(6_8) |
(41) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τηλεφεγγής''': -ές, ὁ φέγγων εἰς μακρὰν ἀπόστασιν, Ψελλ. π. Λίθ. 4. | |lstext='''τηλεφεγγής''': -ές, ὁ φέγγων εἰς μακρὰν ἀπόστασιν, Ψελλ. π. Λίθ. 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Μ<br />αυτός που φέγγει σε μακρινή [[απόσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τηλ</i>(<i>ε</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>φεγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀει</i>-<i>φεγγής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1106] ές, weit leuchtend, Psell. de lapid. 4.
Greek (Liddell-Scott)
τηλεφεγγής: -ές, ὁ φέγγων εἰς μακρὰν ἀπόστασιν, Ψελλ. π. Λίθ. 4.
Greek Monolingual
-ές, Μ
αυτός που φέγγει σε μακρινή απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ἀει-φεγγής].