φιλολογικός: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(6_11)
 
(45)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλολογικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φιλόλογον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐσ.
|lstext='''φῐλολογικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φιλόλογον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φιλολογικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φιλόλογος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[φιλολογία]] ή στον φιλόλογο («φιλολογικά περιοδικά»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[λογοτεχνικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φιλολογική [[επιστήμη]]» — η [[φιλολογία]], [[κυρίως]] η κλασική<br />β) «φιλολογική κριτική» — λογοτεχνικό [[είδος]] που έχει ως [[αντικείμενο]] την [[εξήγηση]] τών έργων, την [[εκτίμηση]] της αξίας, της ομορφιάς ή της αλήθειας που εμπεριέχεται σε αυτά, τον εντοπισμό πρωτότυπων στοιχείων, το ύφος, την [[ηθική]] ή τη φιλοσοφική τους [[διάσταση]], διαδραματίζοντας [[έτσι]] τον ρόλο της γέφυρας [[μεταξύ]] του συγγραφέα και του αναγνώστη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλολογικώς]] και <i>φιλολογικά</i> Ν<br /><b>1.</b> ως [[προς]] τη φιλολογική [[επιστήμη]], από φιλολογική [[άποψη]]<br /><b>2.</b> ως [[προς]] τις φιλολογικές γνώσεις.
}}
}}

Latest revision as of 12:49, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

φῐλολογικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φιλόλογον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐσ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φιλολογικός, -ή, -όν, ΝΑ φιλόλογος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλολογία ή στον φιλόλογο («φιλολογικά περιοδικά»)
νεοελλ.
συνεκδ. λογοτεχνικός
2. φρ. α) «φιλολογική επιστήμη» — η φιλολογία, κυρίως η κλασική
β) «φιλολογική κριτική» — λογοτεχνικό είδος που έχει ως αντικείμενο την εξήγηση τών έργων, την εκτίμηση της αξίας, της ομορφιάς ή της αλήθειας που εμπεριέχεται σε αυτά, τον εντοπισμό πρωτότυπων στοιχείων, το ύφος, την ηθική ή τη φιλοσοφική τους διάσταση, διαδραματίζοντας έτσι τον ρόλο της γέφυρας μεταξύ του συγγραφέα και του αναγνώστη.
επίρρ...
φιλολογικώς και φιλολογικά Ν
1. ως προς τη φιλολογική επιστήμη, από φιλολογική άποψη
2. ως προς τις φιλολογικές γνώσεις.