φλεγματιαῖος: Difference between revisions
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
(6_4) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλεγμᾰτιαῖος''': -α, -ον, ([[φλέγμα]] ΙΙ. 2) ὁ πάσχων ἐκ φλέγματος, ῥαφανῖδες φλεγματιαίοις χρήσιμοι Γεωπον. 12. 22, 2· | |lstext='''φλεγμᾰτιαῖος''': -α, -ον, ([[φλέγμα]] ΙΙ. 2) ὁ πάσχων ἐκ φλέγματος, ῥαφανῖδες φλεγματιαίοις χρήσιμοι Γεωπον. 12. 22, 2· | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-αία, -ον, ΜΑ<br />αυτός που πάσχει από [[φλέγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλέγμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον, (
A φλέγμα 11.2) suffering from phlegm, v.l. in Gp.12.22.2.
German (Pape)
[Seite 1291] an Schleim leidend, voll Schleim, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
φλεγμᾰτιαῖος: -α, -ον, (φλέγμα ΙΙ. 2) ὁ πάσχων ἐκ φλέγματος, ῥαφανῖδες φλεγματιαίοις χρήσιμοι Γεωπον. 12. 22, 2·
Greek Monolingual
-αία, -ον, ΜΑ
αυτός που πάσχει από φλέγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα, -ατος + κατάλ. -ιαῖος].