τραχυόστρακος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
(6_18)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾱχυόστρᾰκος''': -ον, ὁ ἔχων τραχὺ [[ὄστρακον]], ἔστι δ’ ὁ κτεὶς [[τραχυόστρακος]] Ἀθήν. 88Β (ἐκ τοῦ Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 16).
|lstext='''τρᾱχυόστρᾰκος''': -ον, ὁ ἔχων τραχὺ [[ὄστρακον]], ἔστι δ’ ὁ κτεὶς [[τραχυόστρακος]] Ἀθήν. 88Β (ἐκ τοῦ Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 16).
}}
{{grml
|mltxt=και [[τραχεόστρακος]], -ον, Α<br />αυτός που έχει τραχύ, σκληρό όστρακο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τραχύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>όστρακος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]]), <b>πρβλ.</b> <i>μαλακ</i>-<i>όστρακος</i>, <i>σκληρ</i>-<i>όστρακος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχῠόστρᾰκος Medium diacritics: τραχυόστρακος Low diacritics: τραχυόστρακος Capitals: ΤΡΑΧΥΟΣΤΡΑΚΟΣ
Transliteration A: trachyóstrakos Transliteration B: trachyostrakos Transliteration C: trachyostrakos Beta Code: traxuo/strakos

English (LSJ)

ον,

   A rough-shelled, Arist.HA528a23.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾱχυόστρᾰκος: -ον, ὁ ἔχων τραχὺ ὄστρακον, ἔστι δ’ ὁ κτεὶς τραχυόστρακος Ἀθήν. 88Β (ἐκ τοῦ Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 16).

Greek Monolingual

και τραχεόστρακος, -ον, Α
αυτός που έχει τραχύ, σκληρό όστρακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -όστρακος (< ὄστρακον), πρβλ. μαλακ-όστρακος, σκληρ-όστρακος].