Φαίδρα: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(Bailly1_5) |
(44) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />Phèdre, <i>fille de Minos, femme de Thésée</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[φαιδρός]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />Phèdre, <i>fille de Minos, femme de Thésée</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[φαιδρός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> <b>μυθ.</b> [[κόρη]] του Μίνωος και της Πασιφάης, [[αδελφή]] του Κατρέως, του Ανδρόγεω, του Δευκαλίωνος, της Ακακαλλίδος, της Ξενοδίκης και της Αριάδνης, την οποία ο Δευκαλίων έδωσε ως σύζυγο στον βασιλιά της Αθήνας, τον Θησέα<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] τραγωδιών του Ευριπίδου, του Σενέκα, του Οβιδίου, του Βεργιλίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[φαιδρός]], με αναβιβασμό του τόνου]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Phèdre, fille de Minos, femme de Thésée.
Étymologie: DELG φαιδρός.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. μυθ. κόρη του Μίνωος και της Πασιφάης, αδελφή του Κατρέως, του Ανδρόγεω, του Δευκαλίωνος, της Ακακαλλίδος, της Ξενοδίκης και της Αριάδνης, την οποία ο Δευκαλίων έδωσε ως σύζυγο στον βασιλιά της Αθήνας, τον Θησέα
2. τίτλος τραγωδιών του Ευριπίδου, του Σενέκα, του Οβιδίου, του Βεργιλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. φαιδρός, με αναβιβασμό του τόνου].