χηνώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(6_7)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χηνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς χῆνα, «χηνόμυαλος», [[μωρός]], ἕνα φρόνιμον [[εἶναι]], πολλοὺς δὲ χηνώδεις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 329.
|lstext='''χηνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς χῆνα, «χηνόμυαλος», [[μωρός]], ἕνα φρόνιμον [[εἶναι]], πολλοὺς δὲ χηνώδεις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 329.
}}
{{grml
|mltxt=-ώδες / [[χηνώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[χήν</i>/[[χήνα]]<br />όμοιος με [[χήνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ανόητος]] («ἕνα φρόνιμον [[εἶναι]] πολλοὺς δὲ χηνώδεις», Σέξτ. Εμπ.).
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηνώδης Medium diacritics: χηνώδης Low diacritics: χηνώδης Capitals: ΧΗΝΩΔΗΣ
Transliteration A: chēnṓdēs Transliteration B: chēnōdēs Transliteration C: chinodis Beta Code: xhnw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like a goose, S.E.M.7.329.

German (Pape)

[Seite 1353] ες, gänseartig, Sp. Bei S. Emp. adv. log. 1, 329 wird nugator erklärt.

Greek (Liddell-Scott)

χηνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς χῆνα, «χηνόμυαλος», μωρός, ἕνα φρόνιμον εἶναι, πολλοὺς δὲ χηνώδεις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 329. {{grml |mltxt=-ώδες / χηνώδης, -ῶδες, ΝΑ [[χήν/χήνα
όμοιος με χήνα
αρχ.
μτφ. ανόητος («ἕνα φρόνιμον εἶναι πολλοὺς δὲ χηνώδεις», Σέξτ. Εμπ.). }}