χιλιόπους: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
(6_14)
(46)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''χῑλιόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιλίους πόδας· - ὡς οὐσιαστ., ζῳύφιον σκωληκοειδὲς μετ’ ἀναριθμήτων ποδῶν, Γλωσσ., πρβλ. τῆς συνηθείας: «σαρανταπόδαρος».
|lstext='''χῑλιόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιλίους πόδας· - ὡς οὐσιαστ., ζῳύφιον σκωληκοειδὲς μετ’ ἀναριθμήτων ποδῶν, Γλωσσ., πρβλ. τῆς συνηθείας: «σαρανταπόδαρος».
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[χίλια]] ή, γενικά, [[πολλά]] πόδια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[χιλιόπους]]<br />η [[σαρανταποδαρούσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χιλι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δεκά</i>-[[πους]], <i>οκτά</i>-[[πους]]].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1356] οδος, ὁ, ἡ, neutr. -πουν, tausendfüßig, der Tausendfuß, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιλίους πόδας· - ὡς οὐσιαστ., ζῳύφιον σκωληκοειδὲς μετ’ ἀναριθμήτων ποδῶν, Γλωσσ., πρβλ. τῆς συνηθείας: «σαρανταπόδαρος».

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ
αυτός που έχει χίλια ή, γενικά, πολλά πόδια
μσν.-αρχ.
το αρσ. ως ουσ. χιλιόπους
η σαρανταποδαρούσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. δεκά-πους, οκτά-πους].