χίλια
From LSJ
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
Greek Monolingual
Ν
1. άκλ. δέκα εκατοντάδες
2. (με αρθρ. πληθ.) τα χίλια
ο παραπάνω αριθμός και η συμβολική παράσταση του
3. (με αρθρ. εν.) το χίλια
το χιλιοστό έτος
4. (ως επίρρ.) χίλιες φορές, χιλιάκις («και χίλια να τ' αρέσεις», Ερωτόκρ.)
5. φρ. «με χίλια βάσανα» — με πάρα πολλά εμπόδια, με πάρα πολλές δυσκολίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. του αρχ. αριθμητικού χίλιοι.