ὑπόγλωσσον: Difference between revisions
From LSJ
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
(6_21) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόγλωσσον''': τό, [[φυτόν]] τι πλατύφυλλον, ruscus, ἐπὶ τῶν φύλλων τοῦ ὁποίου φύεται ἕτερον μικρὸν [[φύλλον]] ὅμοιον πρὸς γλῶσσαν, ὑφ’ ὃ γίνεται τὸ [[ἄνθος]] καὶ ὁ καρπός, φέρεται καὶ ἱππόγλωσσον, Διοσκ. 4. 132, 147, Γαλην. 12. 148. | |lstext='''ὑπόγλωσσον''': τό, [[φυτόν]] τι πλατύφυλλον, ruscus, ἐπὶ τῶν φύλλων τοῦ ὁποίου φύεται ἕτερον μικρὸν [[φύλλον]] ὅμοιον πρὸς γλῶσσαν, ὑφ’ ὃ γίνεται τὸ [[ἄνθος]] καὶ ὁ καρπός, φέρεται καὶ ἱππόγλωσσον, Διοσκ. 4. 132, 147, Γαλην. 12. 148. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[ὑπόγλωσσος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A horse-tongue, Ruscus Hypoglossum, Dsc.4.129, cf. Plin.HN27.93. II ὑπόγλωττον, τό, = δάφνη Ἀλεξάνδρεια, Dsc. 4.145.
German (Pape)
[Seite 1212] τό, ein kleiner Strauch, auf dessen Blättern sich ein Blättchen wie eine Zunge zeigt, unter welchem die Blüthe und der Fruchtstengel hervorkeimen, Diosc.; wird auch ἱππόγλωσσον geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόγλωσσον: τό, φυτόν τι πλατύφυλλον, ruscus, ἐπὶ τῶν φύλλων τοῦ ὁποίου φύεται ἕτερον μικρὸν φύλλον ὅμοιον πρὸς γλῶσσαν, ὑφ’ ὃ γίνεται τὸ ἄνθος καὶ ὁ καρπός, φέρεται καὶ ἱππόγλωσσον, Διοσκ. 4. 132, 147, Γαλην. 12. 148.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. ὑπόγλωσσος.