τελετουργός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(6_17)
(41)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''τελετουργός''': -όν, ὁ ἐνεργῶν διὰ μέσου τελετῶν, Διον. Ἀρεοπ.
|lstext='''τελετουργός''': -όν, ὁ ἐνεργῶν διὰ μέσου τελετῶν, Διον. Ἀρεοπ.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Α<br />[[ιερουργός]], [[μυσταγωγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τελετή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιερ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1086] eine Weihe, Einweihung vollbringend, einweihend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τελετουργός: -όν, ὁ ἐνεργῶν διὰ μέσου τελετῶν, Διον. Ἀρεοπ.

Greek Monolingual

-όν, Α
ιερουργός, μυσταγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελετή + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ιερ-ουργός].