Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαμαισύκη: Difference between revisions

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
(6_3)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰμαισύκη''': [ῡ], ἡ, χαμηλὴ συκῆ, [[εἶδος]] τιθυμάλλου ἢ «γαλατσίδας», «ἡ [[χαμαισύκη]] ... κλῶνας ἀνίησι τετραδακτύλους, ἐπὶ γῆς ἐρριμμένους, περιφερεῖς, ὀποῦ μεστούς· φύλλα φακοειδῆ, τῷ πέπλῳ ὅμοια, μικρά, λεπτά, πρὸς τῇ γῇ· [[καρπὸς]] δὲ ὑπὸ τοῖς φύλλοις [[στρογγύλος]]» Διοσκ. 4. 170, Πλίν. 24. 83. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 564.
|lstext='''χᾰμαισύκη''': [ῡ], ἡ, χαμηλὴ συκῆ, [[εἶδος]] τιθυμάλλου ἢ «γαλατσίδας», «ἡ [[χαμαισύκη]] ... κλῶνας ἀνίησι τετραδακτύλους, ἐπὶ γῆς ἐρριμμένους, περιφερεῖς, ὀποῦ μεστούς· φύλλα φακοειδῆ, τῷ πέπλῳ ὅμοια, μικρά, λεπτά, πρὸς τῇ γῇ· [[καρπὸς]] δὲ ὑπὸ τοῖς φύλλοις [[στρογγύλος]]» Διοσκ. 4. 170, Πλίν. 24. 83. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 564.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>βοτ.</b> [[είδος]] παπαρούνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[συκῆ]]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαισύκη Medium diacritics: χαμαισύκη Low diacritics: χαμαισύκη Capitals: ΧΑΜΑΙΣΥΚΗ
Transliteration A: chamaisýkē Transliteration B: chamaisykē Transliteration C: chamaisyki Beta Code: xamaisu/kh

English (LSJ)

[ῡ], ἡ,

   A thyme spurge, Euphorbia Chamaesyce, Dsc.4.169, Plin.HN24.134: Adj. χᾰμαι-σύκινος, η, ον, Gloss.    II = ἀστράγαλος VII, Ps.-Dsc.4.61.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαισύκη: [ῡ], ἡ, χαμηλὴ συκῆ, εἶδος τιθυμάλλου ἢ «γαλατσίδας», «ἡ χαμαισύκη ... κλῶνας ἀνίησι τετραδακτύλους, ἐπὶ γῆς ἐρριμμένους, περιφερεῖς, ὀποῦ μεστούς· φύλλα φακοειδῆ, τῷ πέπλῳ ὅμοια, μικρά, λεπτά, πρὸς τῇ γῇ· καρπὸς δὲ ὑπὸ τοῖς φύλλοις στρογγύλος» Διοσκ. 4. 170, Πλίν. 24. 83. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 564.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βοτ. είδος παπαρούνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + συκῆ].