χελωνία: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source
(6_23)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χελωνία''': καὶ χελωνῖτις, ἡ, [[ὄνομα]] πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 56.
|lstext='''χελωνία''': καὶ χελωνῖτις, ἡ, [[ὄνομα]] πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 56.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] θαλάσσιων χελωνών, που απαντούν και στις ελληνικές θάλασσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>chelonia</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χελώνη]])].———————— <b>(II)</b><br />ἡ, Α [[χελώνη]]<br />[[είδος]] πολύτιμου λίθου, αλλ. χελωνῑτις.
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χελωνία Medium diacritics: χελωνία Low diacritics: χελωνία Capitals: ΧΕΛΩΝΙΑ
Transliteration A: chelōnía Transliteration B: chelōnia Transliteration C: chelonia Beta Code: xelwni/a

English (LSJ)

and χελων-ῖτις, ιδος, ἡ,

   A tortoise-stone, name of a gem, Plin.HN37.155.

Greek (Liddell-Scott)

χελωνία: καὶ χελωνῖτις, ἡ, ὄνομα πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 56.

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
ζωολ. γένος θαλάσσιων χελωνών, που απαντούν και στις ελληνικές θάλασσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chelonia (< χελώνη)].———————— (II)
ἡ, Α χελώνη
είδος πολύτιμου λίθου, αλλ. χελωνῑτις.