τετράχους: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(Bailly1_5)
 
(41)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br />qui contient quatre conges ; ὁ [[τετράχους]] mesure de quatre conges.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[χοῦς]].
|btext=ους, ουν :<br />qui contient quatre conges ; ὁ [[τετράχους]] mesure de quatre conges.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[χοῦς]].
}}
{{grml
|mltxt=-ουν και -οος, -οον, ΜΑ<br />αυτός που περιλαμβάνει [[τέσσερεις]] [[χόες]]<br /><b>μσν.</b><br />(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) <i>ὁ [[τετράχους]] ή <i>τὸ τετράχουν</i><br />[[ποσότητα]] τεσσάρων χοών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χοῦς]] /-<i>χοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χόος]] / [[χοῦς]] «[[μέτρο]] υγρών»), <b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-[[χους]]].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
qui contient quatre conges ; ὁ τετράχους mesure de quatre conges.
Étymologie: τέσσαρες, χοῦς.

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οον, ΜΑ
αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χόες
μσν.
(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) τετράχους ή τὸ τετράχουν
ποσότητα τεσσάρων χοών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χοῦς /-χοος (< χόος / χοῦς «μέτρο υγρών»), πρβλ. πεντά-χους].