ταὐτώνυμος: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
(6_15) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ταὐτώνῠμος''': -ον, ([[ὄνομα]]) ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]], Καισάριος 1025. | |lstext='''ταὐτώνῠμος''': -ον, ([[ὄνομα]]) ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]], Καισάριος 1025. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ταὐτώνυμος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ομώνυμος]]<br /><b>2.</b> [[συνώνυμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ομ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ὄνομα)
A of the same name, Speus. ap. Simp. in Cat. 38.20.
German (Pape)
[Seite 1075] desselben Namens, gleichnamig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ὁ ἔχων τὸ αὐτὸ ὄνομα, Καισάριος 1025.
Greek Monolingual
-η, -ο / ταὐτώνυμος, -ον, ΝΜΑ
1. ομώνυμος
2. συνώνυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ομ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].