ταχυδρομία: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
(6_11) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰχυδρομία''': ἡ, ταχύτης ἐν τῷ τρέχειν, Ἀριστ. Πρβλ. 5. 9, 1. | |lstext='''τᾰχυδρομία''': ἡ, ταχύτης ἐν τῷ τρέχειν, Ἀριστ. Πρβλ. 5. 9, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[ταχυδρόμος]]<br />[[ταχύτητα]] στο [[τρέξιμο]], γρήγορο [[τρέξιμο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A quickness in running, Arist.Pr.881b7.
German (Pape)
[Seite 1076] ἡ, schneller Lauf, Arist, probl. 5, 9.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχυδρομία: ἡ, ταχύτης ἐν τῷ τρέχειν, Ἀριστ. Πρβλ. 5. 9, 1.
Greek Monolingual
ἡ, Α ταχυδρόμος
ταχύτητα στο τρέξιμο, γρήγορο τρέξιμο.