τραπεζιτεία: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(6_11) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρᾰπεζῑτεία''': ἡ, τὸ [[ἐπάγγελμα]], τὸ [[ἔργον]] τραπεζίτου, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 3641b. 14 κἑξ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131. | |lstext='''τρᾰπεζῑτεία''': ἡ, τὸ [[ἐπάγγελμα]], τὸ [[ἔργον]] τραπεζίτου, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 3641b. 14 κἑξ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[τραπεζιτεύω]]<br />το [[επάγγελμα]] και το [[έργο]] του τραπεζίτη. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A money-changing, banking, Supp.Epigr.4.668.15 (Lampsacus); τ. δημοσία POxy.1415.26 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζῑτεία: ἡ, τὸ ἐπάγγελμα, τὸ ἔργον τραπεζίτου, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 3641b. 14 κἑξ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.
Greek Monolingual
ἡ, Α τραπεζιτεύω
το επάγγελμα και το έργο του τραπεζίτη.