τραπεζιτεία: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_11)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰπεζῑτεία''': ἡ, τὸ [[ἐπάγγελμα]], τὸ [[ἔργον]] τραπεζίτου, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 3641b. 14 κἑξ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.
|lstext='''τρᾰπεζῑτεία''': ἡ, τὸ [[ἐπάγγελμα]], τὸ [[ἔργον]] τραπεζίτου, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 3641b. 14 κἑξ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[τραπεζιτεύω]]<br />το [[επάγγελμα]] και το [[έργο]] του τραπεζίτη.
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰπεζῑτεία Medium diacritics: τραπεζιτεία Low diacritics: τραπεζιτεία Capitals: ΤΡΑΠΕΖΙΤΕΙΑ
Transliteration A: trapeziteía Transliteration B: trapeziteia Transliteration C: trapeziteia Beta Code: trapezitei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A money-changing, banking, Supp.Epigr.4.668.15 (Lampsacus); τ. δημοσία POxy.1415.26 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζῑτεία: ἡ, τὸ ἐπάγγελμα, τὸ ἔργον τραπεζίτου, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 3641b. 14 κἑξ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.

Greek Monolingual

ἡ, Α τραπεζιτεύω
το επάγγελμα και το έργο του τραπεζίτη.