τρικότυλος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king
(6_18) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐκότῠλος''': -ον, ὁ χωρῶν [[τρεῖς]] κοτύλας, Ἀριστοφ. Θεσμ. 743, [[Διονύσιος]] ὁ Σινωπεὺς ἐν «Σωζούσῃ» 1, Μένανδρ. ἐν «Μηναγύρτῃ» 2. ΙΙ. [[οἶνος]] τρ., «οὗ [[τρεῖς]] κοτύλαι ὀβολοῦ πωλοῦνται» Ἡσύχ. | |lstext='''τρῐκότῠλος''': -ον, ὁ χωρῶν [[τρεῖς]] κοτύλας, Ἀριστοφ. Θεσμ. 743, [[Διονύσιος]] ὁ Σινωπεὺς ἐν «Σωζούσῃ» 1, Μένανδρ. ἐν «Μηναγύρτῃ» 2. ΙΙ. [[οἶνος]] τρ., «οὗ [[τρεῖς]] κοτύλαι ὀβολοῦ πωλοῦνται» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, θηλ. και -ύλη, Α<br /><b>1.</b> αυτός που χωρεί [[τρεις]] κοτύλες<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[οἶνος]] [[τρικότυλος]]<br />oὗ τρεῑς κοτύλαι ὀβολοῡ πωλοῡνται».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κότυλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κοτύλη]] «[[μέτρο]] χωρητικότητας υγρών»), <b>πρβλ.</b> <i>δι</i>-[[κότυλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ον (η, ον Inscr.Délos 1432 Ab ii 30 (ii B. C.)),
A holding three κοτύλαι, Ar.Th.743, Dionys.Com.5, Men.324. II οἶνος τ. costing an obol for three κοτύλαι, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐκότῠλος: -ον, ὁ χωρῶν τρεῖς κοτύλας, Ἀριστοφ. Θεσμ. 743, Διονύσιος ὁ Σινωπεὺς ἐν «Σωζούσῃ» 1, Μένανδρ. ἐν «Μηναγύρτῃ» 2. ΙΙ. οἶνος τρ., «οὗ τρεῖς κοτύλαι ὀβολοῦ πωλοῦνται» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, θηλ. και -ύλη, Α
1. αυτός που χωρεί τρεις κοτύλες
2. (κατά τον Ησύχ.) «οἶνος τρικότυλος
oὗ τρεῑς κοτύλαι ὀβολοῡ πωλοῡνται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κότυλος (< κοτύλη «μέτρο χωρητικότητας υγρών»), πρβλ. δι-κότυλος.