ὑλιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(6_11)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλιστήρ''': ῆρος, ὁ, ([[ὑλίζω]]) διυλιστήριον, «στραγιστῆρι», Διοσκ. 2. 123, Ὀρειβάσ. σ. 54 ἔκδ. Matth. - [[Κατὰ]] τὸν Φρύνιχ. (σ. 303 Lob.): «[[ὑλιστήρ]]: τρύγοιπον τοῦτο καλοῦσιν οἱ δοκίμως διαλεγόμενοι».
|lstext='''ὑλιστήρ''': ῆρος, ὁ, ([[ὑλίζω]]) διυλιστήριον, «στραγιστῆρι», Διοσκ. 2. 123, Ὀρειβάσ. σ. 54 ἔκδ. Matth. - [[Κατὰ]] τὸν Φρύνιχ. (σ. 303 Lob.): «[[ὑλιστήρ]]: τρύγοιπον τοῦτο καλοῦσιν οἱ δοκίμως διαλεγόμενοι».
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />το [[στραγγιστήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑλίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κομισ</i>-<i>τήρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλιστήρ Medium diacritics: ὑλιστήρ Low diacritics: υλιστήρ Capitals: ΥΛΙΣΤΗΡ
Transliteration A: hylistḗr Transliteration B: hylistēr Transliteration C: ylistir Beta Code: u(listh/r

English (LSJ)

[ῡ], ῆρος, ὁ, (ὑλίζω)

   A filter, colander, Dsc.2.101, Ath.Med. ap.Orib.5.5.1, PLond.2.191.15 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1177] ῆρος, ὁ, der Durchseiher, das Gefäß oder Tuch zum Durchseihen, Poll. 6, 19, = τρύγοιπος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλιστήρ: ῆρος, ὁ, (ὑλίζω) διυλιστήριον, «στραγιστῆρι», Διοσκ. 2. 123, Ὀρειβάσ. σ. 54 ἔκδ. Matth. - Κατὰ τὸν Φρύνιχ. (σ. 303 Lob.): «ὑλιστήρ: τρύγοιπον τοῦτο καλοῦσιν οἱ δοκίμως διαλεγόμενοι».

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
το στραγγιστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κομισ-τήρ)].