φαλάκρωμα: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
(6_21) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φᾰλάκρωμα''': τό, [[γυμνότης]], φαλακρὰ [[κεφαλή]], ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ φαλακροῦ ἀνθρώπου, Κικ. πρ. Ἀττ. 14. 2. ΙΙ. = [[φαλάκρωσις]], Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΚΖϳ, 31 κῶδ. Ἀλεξ.). | |lstext='''φᾰλάκρωμα''': τό, [[γυμνότης]], φαλακρὰ [[κεφαλή]], ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ φαλακροῦ ἀνθρώπου, Κικ. πρ. Ἀττ. 14. 2. ΙΙ. = [[φαλάκρωσις]], Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΚΖϳ, 31 κῶδ. Ἀλεξ.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[φαλακρῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />η [[φαλάκρωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φαλακρή [[κεφαλή]]<br /><b>2.</b> φαλακρό [[μέρος]] («κεφαλῆς φαλακρώματα ἐχούσης [[πολλά]]», Ιωάνν. Χρυσ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A bald head, used for a bald man, Cic. Att.14.2.3. II bald place, LXX Le.13.42, al.: pl., ib.Ez.27.31 cod. A.
German (Pape)
[Seite 1253] τό, das Kahlgemachte, der kahle Kopf, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλάκρωμα: τό, γυμνότης, φαλακρὰ κεφαλή, ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ φαλακροῦ ἀνθρώπου, Κικ. πρ. Ἀττ. 14. 2. ΙΙ. = φαλάκρωσις, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΚΖϳ, 31 κῶδ. Ἀλεξ.).
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ [[φαλακρῶ, -ώνω]]
η φαλάκρωση
αρχ.
1. φαλακρή κεφαλή
2. φαλακρό μέρος («κεφαλῆς φαλακρώματα ἐχούσης πολλά», Ιωάνν. Χρυσ.).