φιλογεωμέτρης: Difference between revisions
From LSJ
εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination
(6_19) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλογεωμέτρης''': -ου, ὁ, ὁ φιλῶν τὴν γεωμετρίαν, Πτολεμ. Τετράβ.· φιλογεωμετρία, Στόβ. Ἐκλογ. 2. 128. | |lstext='''φῐλογεωμέτρης''': -ου, ὁ, ὁ φιλῶν τὴν γεωμετρίαν, Πτολεμ. Τετράβ.· φιλογεωμετρία, Στόβ. Ἐκλογ. 2. 128. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που του αρέσει να ασχολείται με τη [[γεωμετρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γεωμέτρης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A fond of geometry, Ptol.Tetr. 163.
German (Pape)
[Seite 1278] ὁ, die Geometrie liebend, Ptolem.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλογεωμέτρης: -ου, ὁ, ὁ φιλῶν τὴν γεωμετρίαν, Πτολεμ. Τετράβ.· φιλογεωμετρία, Στόβ. Ἐκλογ. 2. 128.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που του αρέσει να ασχολείται με τη γεωμετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + γεωμέτρης.