φύγιμον: Difference between revisions
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
(6_8) |
(45) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φύγιμον''': ἔστω τὸ ἱερὸν τοῖς δούλοις, Ἐπιγρ. Ἀνδανίας, L. et. F. 326 a, δηλοῖ ἡ λέξ. [[καταφύγιον]], ἄσυλον. | |lstext='''φύγιμον''': ἔστω τὸ ἱερὸν τοῖς δούλοις, Ἐπιγρ. Ἀνδανίας, L. et. F. 326 a, δηλοῖ ἡ λέξ. [[καταφύγιον]], ἄσυλον. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />[[καταφύγιο]], [[άσυλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. [[φεύγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμον</i>, ουδ. της κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρόφ</i>-<i>ιμος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], τό,
A place of refuge, asylum, τοῖς δούλοις IG5(1).1390.80 (Andania, i B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
φύγιμον: ἔστω τὸ ἱερὸν τοῖς δούλοις, Ἐπιγρ. Ἀνδανίας, L. et. F. 326 a, δηλοῖ ἡ λέξ. καταφύγιον, ἄσυλον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
καταφύγιο, άσυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. φεύγω + κατάλ. -ιμον, ουδ. της κατάλ. -ιμος (πρβλ. τρόφ-ιμος)].