χειρόπους: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
(6_14)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειρόπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, πρβλ. [[χειροπόδης]].
|lstext='''χειρόπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, πρβλ. [[χειροπόδης]].
}}
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br /><b>βλ.</b> [[χιρόπους]].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρόπους Medium diacritics: χειρόπους Low diacritics: χειρόπους Capitals: ΧΕΙΡΟΠΟΥΣ
Transliteration A: cheirópous Transliteration B: cheiropous Transliteration C: cheiropous Beta Code: xeiro/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, χειρόπουν, τό, gen. -ποδος,

   A = χειροπόδης, Poll.2.152.

German (Pape)

[Seite 1346] ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. -ποδος, aufgesprungene od. aufgeborstene Füße habend, οἱ τοὺς πόδας κατεῤῥηγμένοι, Poll. 2, 152; Hesych. Vgl. χειροπόδης.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, πρβλ. χειροπόδης.

Greek Monolingual

-ουν, Α
βλ. χιρόπους.