χλίδος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
(6_6)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χλίδος''': -εος, τό, = [[χλιδή]], Ἴων. παρ’ Ἡσύχ.· - πρβλ. [[χλῆδος]].
|lstext='''χλίδος''': -εος, τό, = [[χλιδή]], Ἴων. παρ’ Ἡσύχ.· - πρβλ. [[χλῆδος]].
}}
{{grml
|mltxt=-εος και -<i>ους</i>, τὸ, Α<br />[[χλιδή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χλι</i>- του ρ. [[χλιαίνω]], με οδοντική [[παρέκταση]] -<i>δ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i> τών σιγμόληκτων ουδ.].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλῐδος Medium diacritics: χλίδος Low diacritics: χλίδος Capitals: ΧΛΙΔΟΣ
Transliteration A: chlídos Transliteration B: chlidos Transliteration C: chlidos Beta Code: xli/dos

English (LSJ)

εος, τό,

   A = χλίδημα, Ion Trag.3.    2 v. χλῆδος.    II χλιδός· σακκοπάθνιον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1359] od. χλῖδος, εος, τό, = χλιδή. od. χλιδός, ὁ, = χληδός, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

χλίδος: -εος, τό, = χλιδή, Ἴων. παρ’ Ἡσύχ.· - πρβλ. χλῆδος.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
χλιδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χλι- του ρ. χλιαίνω, με οδοντική παρέκταση -δ- + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ.].