χλίδος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
(6_6) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χλίδος''': -εος, τό, = [[χλιδή]], Ἴων. παρ’ Ἡσύχ.· - πρβλ. [[χλῆδος]]. | |lstext='''χλίδος''': -εος, τό, = [[χλιδή]], Ἴων. παρ’ Ἡσύχ.· - πρβλ. [[χλῆδος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εος και -<i>ους</i>, τὸ, Α<br />[[χλιδή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χλι</i>- του ρ. [[χλιαίνω]], με οδοντική [[παρέκταση]] -<i>δ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i> τών σιγμόληκτων ουδ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 29 September 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A = χλίδημα, Ion Trag.3. 2 v. χλῆδος. II χλιδός· σακκοπάθνιον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1359] od. χλῖδος, εος, τό, = χλιδή. od. χλιδός, ὁ, = χληδός, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
χλίδος: -εος, τό, = χλιδή, Ἴων. παρ’ Ἡσύχ.· - πρβλ. χλῆδος.
Greek Monolingual
-εος και -ους, τὸ, Α
χλιδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χλι- του ρ. χλιαίνω, με οδοντική παρέκταση -δ- + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ.].