χολοίβαφος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
(6_18)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χολοίβᾰφος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[χολοβαφής]], [[νέρθε]] δὲ [[πώγων]] ἔπλεθ’ ὑπ’ ἀνθερεῶνα [[χολοίβαφος]], «χολῆς χρώματι βεβαμμένος, [[χολώδης]], [[χλωρός]], χρυσίζων» (Σχόλ.) Νικ. Θηρ. 444.
|lstext='''χολοίβᾰφος''': -ον, ποιητ. ἀντὶ [[χολοβαφής]], [[νέρθε]] δὲ [[πώγων]] ἔπλεθ’ ὑπ’ ἀνθερεῶνα [[χολοίβαφος]], «χολῆς χρώματι βεβαμμένος, [[χολώδης]], [[χλωρός]], χρυσίζων» (Σχόλ.) Νικ. Θηρ. 444.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[χολήβαφος]].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χολοίβᾰφος Medium diacritics: χολοίβαφος Low diacritics: χολοίβαφος Capitals: ΧΟΛΟΙΒΑΦΟΣ
Transliteration A: choloíbaphos Transliteration B: choloibaphos Transliteration C: choloivafos Beta Code: xoloi/bafos

English (LSJ)

ον, poet. for χολοβαφής, Nic.Th.444.

German (Pape)

[Seite 1363] p. = χολόβαφος, Nic. Th. 444.

Greek (Liddell-Scott)

χολοίβᾰφος: -ον, ποιητ. ἀντὶ χολοβαφής, νέρθε δὲ πώγων ἔπλεθ’ ὑπ’ ἀνθερεῶνα χολοίβαφος, «χολῆς χρώματι βεβαμμένος, χολώδης, χλωρός, χρυσίζων» (Σχόλ.) Νικ. Θηρ. 444.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. χολήβαφος.