συναρμοττόντως: Difference between revisions
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συναρμοττόντως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ., ἁρμοδίως, [[πρεπόντως]], Πλάτ. Νόμ. 967Ε. | |lstext='''συναρμοττόντως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ., ἁρμοδίως, [[πρεπόντως]], Πλάτ. Νόμ. 967Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> όπως [[πρέπει]], σωστά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. <i>συναρμόττων</i>, -<i>οντος</i> του [[συναρμόττω]], αττ. τ. του [[συναρμόζω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 16:57, 6 December 2018
English (LSJ)
Adv. pres. part. of sq.,
A fittingly, Pl.Lg.967e.
German (Pape)
[Seite 1004] adv. part. von συναρμόττω, passend, Plat. Legg. XII, 967 e.
Greek (Liddell-Scott)
συναρμοττόντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ., ἁρμοδίως, πρεπόντως, Πλάτ. Νόμ. 967Ε.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. όπως πρέπει, σωστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συναρμόττων, -οντος του συναρμόττω, αττ. τ. του συναρμόζω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monolingual
Α
επίρρ. όπως πρέπει, σωστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συναρμόττων, -οντος του συναρμόττω, αττ. τ. του συναρμόζω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monolingual
Α
επίρρ. όπως πρέπει, σωστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συναρμόττων, -οντος του συναρμόττω, αττ. τ. του συναρμόζω + επιρρμ. κατάλ. -ως].