Δαυχναφόριος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Δαυχναφόριος]], ο (Α)<br />πιθ. [[επίθετο]] του Απόλλωνος δαφνηφόρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κυπριακή λ. <span style="color: red;"><</span> [[δαύχνα]] ([[παράλληλος]] τ. του [[δάφνη]], που απαντά μόνο σε [[σύνθετα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φόριος</i> <span style="color: red;"><</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δαυχνοφόρος]])].
|mltxt=[[Δαυχναφόριος]], ο (Α)<br />πιθ. [[επίθετο]] του Απόλλωνος δαφνηφόρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κυπριακή λ. <span style="color: red;"><</span> [[δαύχνα]] ([[παράλληλος]] τ. του [[δάφνη]], που απαντά μόνο σε [[σύνθετα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φόριος</i> <span style="color: red;"><</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]] (πρβλ. [[δαυχνοφόρος]])].
}}
}}

Revision as of 11:10, 19 December 2018

Greek Monolingual

Δαυχναφόριος, ο (Α)
πιθ. επίθετο του Απόλλωνος δαφνηφόρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κυπριακή λ. < δαύχνα (παράλληλος τ. του δάφνη, που απαντά μόνο σε σύνθετα) + -φόριος < -φόρος < φέρω (πρβλ. δαυχνοφόρος)].