ίσατις: Difference between revisions
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
(18) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἰσάτις]], -ιδος και -ιος και -εως)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] της οικογένειας βρασσικίδες<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] φυτού από τα φύλλα του οποίου γίνεται [[βαφή]] με βαθύ γαλάζιο [[χρώμα]], πιθανότατα η [[ίσατις]] η βαφική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τ. που δηλώνουν το ίδιο [[είδος]] φυτού ( | |mltxt=η (Α [[ἰσάτις]], -ιδος και -ιος και -εως)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων [[φυτών]] της οικογένειας βρασσικίδες<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] φυτού από τα φύλλα του οποίου γίνεται [[βαφή]] με βαθύ γαλάζιο [[χρώμα]], πιθανότατα η [[ίσατις]] η βαφική.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τ. που δηλώνουν το ίδιο [[είδος]] φυτού (πρβλ. λατ. <i>vitrum</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>weit</i>, αγγλοσαξ. <i>w</i><i>ā</i><i>d</i>). Ίσως πρόκειται για δάνειες λέξεις που έχουν την [[ίδια]] [[προέλευση]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 23 December 2018
Greek Monolingual
η (Α ἰσάτις, -ιδος και -ιος και -εως)
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας βρασσικίδες
αρχ.
είδος φυτού από τα φύλλα του οποίου γίνεται βαφή με βαθύ γαλάζιο χρώμα, πιθανότατα η ίσατις η βαφική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τ. που δηλώνουν το ίδιο είδος φυτού (πρβλ. λατ. vitrum, αρχ. άνω γερμ. weit, αγγλοσαξ. wād). Ίσως πρόκειται για δάνειες λέξεις που έχουν την ίδια προέλευση].