αδειανός: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] απασχολημένος, ο [[εύκαιρος]]<br /><b>2.</b> [[κενός]], [[άδειος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «αδειανά χέρια», [[χωρίς]] κάποιο [[δώρο]], [[χωρίς]] [[κέρδος]], [[άπρακτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άδειος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λείος]]-[[λειανός]], [[σιγά]]-[[σιγανός]], [[άκρη]]-[[ακριανός]] <b>κ.λπ.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδειανάδα]], [[αδειανιά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αδειανοσακούλης]]].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] απασχολημένος, ο [[εύκαιρος]]<br /><b>2.</b> [[κενός]], [[άδειος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «αδειανά χέρια», [[χωρίς]] κάποιο [[δώρο]], [[χωρίς]] [[κέρδος]], [[άπρακτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άδειος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανος</i> (πρβλ. [[λείος]]-[[λειανός]], [[σιγά]]-[[σιγανός]], [[άκρη]]-[[ακριανός]] <b>κ.λπ.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδειανάδα]], [[αδειανιά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αδειανοσακούλης]]].
}}
}}

Revision as of 09:00, 23 December 2018

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που δεν είναι απασχολημένος, ο εύκαιρος
2. κενός, άδειος
3. φρ. «αδειανά χέρια», χωρίς κάποιο δώρο, χωρίς κέρδος, άπρακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άδειος + κατάλ. -ανος (πρβλ. λείος-λειανός, σιγά-σιγανός, άκρη-ακριανός κ.λπ.).
ΠΑΡ. αδειανάδα, αδειανιά.
ΣΥΝΘ. αδειανοσακούλης].