αδειανιά

From LSJ

ἐπὶ τὰ χείρω καὶ ἐπὶ τὰ βελτίω → for worse or for better, for better or for worse

Source

Greek Monolingual

η αδειανός
1. κενός χώρος
2. έλλειψη αισθήματος, σκέψης, τέχνης ή φαντασίας, κουφότητα, κενότητα.