αδειανοσακούλης

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source

Greek Monolingual

ο
ο στερούμενος τα πάντα, πάμφτωχος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδειανός + σακούλα].