ακτινόλιθος: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(2)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο <b>(Ορυκτολ.)</b><br />[[ορυκτό]] της ομάδας τών αμφιβόλων. Ανήκει στην ισόμορφη [[σειρά]] τρεμολίτου-ακτινολίθου που αποτελείται από ινοπυριτικά [[άλατα]] ασβεστίου, μαγνησίου και σιδήρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[ακτίς]] (-<i>ίνα</i>) <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]], <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>actinolite</i>].
|mltxt=ο <b>(Ορυκτολ.)</b><br />[[ορυκτό]] της ομάδας τών αμφιβόλων. Ανήκει στην ισόμορφη [[σειρά]] τρεμολίτου-ακτινολίθου που αποτελείται από ινοπυριτικά [[άλατα]] ασβεστίου, μαγνησίου και σιδήρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> [[ακτίς]] (-<i>ίνα</i>) <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]], πρβλ. αγγλ. <i>actinolite</i>].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 December 2018

Greek Monolingual

ο (Ορυκτολ.)
ορυκτό της ομάδας τών αμφιβόλων. Ανήκει στην ισόμορφη σειρά τρεμολίτου-ακτινολίθου που αποτελείται από ινοπυριτικά άλατα ασβεστίου, μαγνησίου και σιδήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ακτίς (-ίνα) + λίθος, πρβλ. αγγλ. actinolite].