αλφεσίβοιος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
(3)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλφεσίβοιος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει, που προσκομίζει βόδια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «παρθένοι ἀλφεσίβοιαι», αυτές που προσκόμιζαν στους γονείς τους [[πολλά]] βόδια από τους μνηστήρες, δηλ. αυτές που θαυμάζονταν από πολλούς, οι πολύφερνες, οι περιζήτητες<br />«[[ὕδωρ]] ἀλφεσίβοιον», αυτό που κάνει γόνιμα τα λιβάδια, ώστε να τρέφονται βόδια ([[κυρίως]] για τον ποταμό Νείλο).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλφεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλφάνω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>βοιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βοῦς]]<br />για τον σχηματισμό του επιθ. <b>[[πρβλ]].</b> [[σύνθετα]] του τύπου [[τερψίμβροτος]].
|mltxt=[[ἀλφεσίβοιος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρνει, που προσκομίζει βόδια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «παρθένοι ἀλφεσίβοιαι», αυτές που προσκόμιζαν στους γονείς τους [[πολλά]] βόδια από τους μνηστήρες, δηλ. αυτές που θαυμάζονταν από πολλούς, οι πολύφερνες, οι περιζήτητες<br />«[[ὕδωρ]] ἀλφεσίβοιον», αυτό που κάνει γόνιμα τα λιβάδια, ώστε να τρέφονται βόδια ([[κυρίως]] για τον ποταμό Νείλο).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλφεσι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλφάνω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>βοιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βοῦς]]<br />για τον σχηματισμό του επιθ. πρβλ. [[σύνθετα]] του τύπου [[τερψίμβροτος]].
}}
}}

Revision as of 10:20, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀλφεσίβοιος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που φέρνει, που προσκομίζει βόδια
2. φρ. «παρθένοι ἀλφεσίβοιαι», αυτές που προσκόμιζαν στους γονείς τους πολλά βόδια από τους μνηστήρες, δηλ. αυτές που θαυμάζονταν από πολλούς, οι πολύφερνες, οι περιζήτητες
«ὕδωρ ἀλφεσίβοιον», αυτό που κάνει γόνιμα τα λιβάδια, ώστε να τρέφονται βόδια (κυρίως για τον ποταμό Νείλο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλφεσι- (< ἀλφάνω) + -βοιος < βοῦς
για τον σχηματισμό του επιθ. πρβλ. σύνθετα του τύπου τερψίμβροτος.