αμεριμνομέριμνος: Difference between revisions
From LSJ
Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
(3) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀμεριμνομέριμνος, -ον ([[λέξη]] του Αδ. Κοραή)<br />ο υπερβολικά [[αμέριμνος]], ο εντελώς [[ξένοιαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επαναληπτικό σύνθετο <span style="color: red;"><</span> [[ἀμέριμνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[μέριμνα]] ( | |mltxt=ἀμεριμνομέριμνος, -ον ([[λέξη]] του Αδ. Κοραή)<br />ο υπερβολικά [[αμέριμνος]], ο εντελώς [[ξένοιαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επαναληπτικό σύνθετο <span style="color: red;"><</span> [[ἀμέριμνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[μέριμνα]] (πρβλ. νεοελλ. <i>γαϊδουρογάιδαρος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἀμεριμνομέριμνος, -ον (λέξη του Αδ. Κοραή)
ο υπερβολικά αμέριμνος, ο εντελώς ξένοιαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επαναληπτικό σύνθετο < ἀμέριμνος + -μέριμνα (πρβλ. νεοελλ. γαϊδουρογάιδαρος)].