ακουστική: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
(2) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> ο [[κλάδος]] της Φυσικής που ασχολείται με το [[σύνολο]] τών φυσικών φαινομένων, τα οποία αναφέρονται στις ιδιότητες, στην [[παραγωγή]], στη [[διάδοση]] και στη [[λήψη]] τών ήχων<br /><b>2.</b> (κατ’ επέκτ.) η [[ιδιότητα]] ενός χώρου να ευνοεί ή όχι τη [[μετάδοση]] τών ήχων που παράγονται [[μέσα]] σ’ αυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές, ουσιαστικοποιημένος τ. θηλ. του επιθ. [[ακουστικός]], | |mltxt=η<br /><b>1.</b> ο [[κλάδος]] της Φυσικής που ασχολείται με το [[σύνολο]] τών φυσικών φαινομένων, τα οποία αναφέρονται στις ιδιότητες, στην [[παραγωγή]], στη [[διάδοση]] και στη [[λήψη]] τών ήχων<br /><b>2.</b> (κατ’ επέκτ.) η [[ιδιότητα]] ενός χώρου να ευνοεί ή όχι τη [[μετάδοση]] τών ήχων που παράγονται [[μέσα]] σ’ αυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές, ουσιαστικοποιημένος τ. θηλ. του επιθ. [[ακουστικός]], πρβλ. γαλλ. <i>acoustique</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:39, 23 December 2018
Greek Monolingual
η
1. ο κλάδος της Φυσικής που ασχολείται με το σύνολο τών φυσικών φαινομένων, τα οποία αναφέρονται στις ιδιότητες, στην παραγωγή, στη διάδοση και στη λήψη τών ήχων
2. (κατ’ επέκτ.) η ιδιότητα ενός χώρου να ευνοεί ή όχι τη μετάδοση τών ήχων που παράγονται μέσα σ’ αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές, ουσιαστικοποιημένος τ. θηλ. του επιθ. ακουστικός, πρβλ. γαλλ. acoustique].