αμπελάνθισμα: Difference between revisions

From LSJ

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it

Source
(3)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> το [[άνθισμα]], το [[άνθος]] του κλήματος<br /><b>2.</b> η [[εποχή]] της άνθησης του αμπελιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμπελος]] <span style="color: red;">+</span> [[άνθισμα]] «[[άνθος]]» <span style="color: red;"><</span> [[ανθίζω]] <b>[[πρβλ]].</b> αρχ. [[ἀμπελάνθη]].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> το [[άνθισμα]], το [[άνθος]] του κλήματος<br /><b>2.</b> η [[εποχή]] της άνθησης του αμπελιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμπελος]] <span style="color: red;">+</span> [[άνθισμα]] «[[άνθος]]» <span style="color: red;"><</span> [[ανθίζω]] πρβλ. αρχ. [[ἀμπελάνθη]].
}}
}}

Revision as of 10:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

το
1. το άνθισμα, το άνθος του κλήματος
2. η εποχή της άνθησης του αμπελιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμπελος + άνθισμα «άνθος» < ανθίζω πρβλ. αρχ. ἀμπελάνθη.