αναβίβαστρο: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(3) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br />[[μηχάνημα]] με το οποίο ανυψώνεται ένα όχημα για [[επισκευή]] ή [[αντικατάσταση]] του τροχού του, [[γρύλλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αναβιβάζω]]. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη [[φορά]] το 1847 από τον ταγματάρχη Γρηγ. Χαντσερή, ως [[απόδοση]] του γαλλ. <i>chevrette</i><br /> | |mltxt=το<br />[[μηχάνημα]] με το οποίο ανυψώνεται ένα όχημα για [[επισκευή]] ή [[αντικατάσταση]] του τροχού του, [[γρύλλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αναβιβάζω]]. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη [[φορά]] το 1847 από τον ταγματάρχη Γρηγ. Χαντσερή, ως [[απόδοση]] του γαλλ. <i>chevrette</i><br />πρβλ. και <i>αναβιβαστήρ</i>(<i>ας</i>)]. | ||
}} | }} |