αυτοπεποίθηση: Difference between revisions
From LSJ
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
(7) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br />το να έχει [[κανείς]] [[εμπιστοσύνη]] στις δυνάμεις και τις ικανότητές του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πεποίθηση]]. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου ( | |mltxt=η<br />το να έχει [[κανείς]] [[εμπιστοσύνη]] στις δυνάμεις και τις ικανότητές του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πεποίθηση]]. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. <i>self</i>-<i>confidence</i>). Η λ., στον λόγιο τ., <i>αυτοπεποίθησις</i> μαρτυρείται από το 1845 στον Κ. Σχινά]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:01, 23 December 2018
Greek Monolingual
η
το να έχει κανείς εμπιστοσύνη στις δυνάμεις και τις ικανότητές του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + πεποίθηση. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. self-confidence). Η λ., στον λόγιο τ., αυτοπεποίθησις μαρτυρείται από το 1845 στον Κ. Σχινά].