αυτοκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτοκέφαλος]], -ον)<br /><b>1.</b> ανεξάρτητη τοπική Εκκλησία η οποία έχει το Κανονικό [[δικαίωμα]] να εκλέγει και να χειροτονεί τη διοικητική της [[κεφαλή]], τον αρχιεπίσκοπο ή τον πατριάρχη<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αυτοκέφαλο</i>(<i>ν</i>)<br />το [[δικαίωμα]] μιας Εκκλησίας να [[είναι]] αυτοκέφαλη<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ανεξάρτητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ακέφαλος]], [[πολυκέφαλος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὐτοκέφαλος]], -ον)<br /><b>1.</b> ανεξάρτητη τοπική Εκκλησία η οποία έχει το Κανονικό [[δικαίωμα]] να εκλέγει και να χειροτονεί τη διοικητική της [[κεφαλή]], τον αρχιεπίσκοπο ή τον πατριάρχη<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αυτοκέφαλο</i>(<i>ν</i>)<br />το [[δικαίωμα]] μιας Εκκλησίας να [[είναι]] αυτοκέφαλη<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ανεξάρτητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] <span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]] (πρβλ. [[ακέφαλος]], [[πολυκέφαλος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 23 December 2018

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτοκέφαλος, -ον)
1. ανεξάρτητη τοπική Εκκλησία η οποία έχει το Κανονικό δικαίωμα να εκλέγει και να χειροτονεί τη διοικητική της κεφαλή, τον αρχιεπίσκοπο ή τον πατριάρχη
2. το ουδ. ως ουσ. το αυτοκέφαλο(ν)
το δικαίωμα μιας Εκκλησίας να είναι αυτοκέφαλη
μσν.- νεοελλ.
ανεξάρτητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -κέφαλος < κεφαλή (πρβλ. ακέφαλος, πολυκέφαλος κ.ά.)].