ασημένιος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ια, -ιο<br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος από [[ασήμι]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ασημιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ουσ.</b> [[ασήμι]] <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>ένιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κοντυλένιος]], [[μαλαματένιος]], [[σιδερένιος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=-ια, -ιο<br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος από [[ασήμι]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ασημιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ουσ.</b> [[ασήμι]] <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>ένιος</i> (πρβλ. [[κοντυλένιος]], [[μαλαματένιος]], [[σιδερένιος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 23 December 2018

Greek Monolingual

-ια, -ιο
1. ο κατασκευασμένος από ασήμι
2. αυτός που έχει το χρώμα του ασημιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ασήμι + (κατάλ.) -ένιος (πρβλ. κοντυλένιος, μαλαματένιος, σιδερένιος κ.ά.)].