απαγής: Difference between revisions
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(5) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπαγής]] (-οῡς), -ές (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το πολύ μικρό [[πουλί]], ο [[άπτερος]] [[νεοσσός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[στερεός]], ο [[σκληρός]], ο [[μαλακός]] («πῑλοι ἀπαγέες» — [[μαλακά]] καλύμματα της κεφαλής, τιάρες—Ηρόδοτος)<br /><b>2.</b> ο μη [[στερεός]], ο [[υγρός]] («[[ὕδωρ]]... ἀπαγές», [[Πλούταρχος]])<br /><b>3.</b> (για τη [[σάρκα]]) [[πλαδαρός]] (Διογ. Λαέρτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] ( | |mltxt=[[ἀπαγής]] (-οῡς), -ές (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το πολύ μικρό [[πουλί]], ο [[άπτερος]] [[νεοσσός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[στερεός]], ο [[σκληρός]], ο [[μαλακός]] («πῑλοι ἀπαγέες» — [[μαλακά]] καλύμματα της κεφαλής, τιάρες—Ηρόδοτος)<br /><b>2.</b> ο μη [[στερεός]], ο [[υγρός]] («[[ὕδωρ]]... ἀπαγές», [[Πλούταρχος]])<br /><b>3.</b> (για τη [[σάρκα]]) [[πλαδαρός]] (Διογ. Λαέρτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] (πρβλ. [[ευπαγής]], [[συμπαγής]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἀπαγής (-οῡς), -ές (AM)
μσν.
το πολύ μικρό πουλί, ο άπτερος νεοσσός
αρχ.
1. αυτός που δεν είναι στερεός, ο σκληρός, ο μαλακός («πῑλοι ἀπαγέες» — μαλακά καλύμματα της κεφαλής, τιάρες—Ηρόδοτος)
2. ο μη στερεός, ο υγρός («ὕδωρ... ἀπαγές», Πλούταρχος)
3. (για τη σάρκα) πλαδαρός (Διογ. Λαέρτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. ευπαγής, συμπαγής κ.ά.)].