ἁβρόπηνος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(big3_1)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de delicado tejido]] προκαλύμματα A.<i>A</i>.690 (cj., pero cód. ἁβρότῑμος q.u.), πέπλοι Lyc.863.
|dgtxt=-ον<br />[[de delicado tejido]] προκαλύμματα A.<i>A</i>.690 (cj., pero cód. ἁβρότῑμος q.u.), πέπλοι Lyc.863.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁβρόπηνος:''' -ον ([[πήνη]]), αυτός που έχει λεπτή ύφανση, κομψή [[πλέξη]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 17:06, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁβρόπηνος Medium diacritics: ἁβρόπηνος Low diacritics: αβρόπηνος Capitals: ΑΒΡΟΠΗΝΟΣ
Transliteration A: habrópēnos Transliteration B: habropēnos Transliteration C: avropinos Beta Code: a(bro/phnos

English (LSJ)

ον, (πήνη)

   A of delicate texture, Lyc.863.

Greek (Liddell-Scott)

ἁβρόπηνος: -ον, (πήνη) ὁ ἔχων λεπτὴν ὑφήν, λεπτῶς ὑφασμένος, ἁβροπήνους πέπλους, Λυκόφ. 863: ὁπόθεν εἰσήχθη ὑπὸ Σαλμασίου εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 690· ἀντὶ τοῦ κοιν. ἁβροτίμων.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au tissu délicat.
Étymologie: ἁβρός, πήνη.

Spanish (DGE)

-ον
de delicado tejido προκαλύμματα A.A.690 (cj., pero cód. ἁβρότῑμος q.u.), πέπλοι Lyc.863.

Greek Monotonic

ἁβρόπηνος: -ον (πήνη), αυτός που έχει λεπτή ύφανση, κομψή πλέξη, σε Αισχύλ.