αἰσχυντήρ: Difference between revisions
From LSJ
Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
(2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αἰσχυντήρ]] (-ῆρος), ο (Α) [[αἰσχύνω]]<br />αυτός που ντροπιάζει τη συζυγική [[τιμή]] κάποιου άλλου, ο [[μοιχός]]. | |mltxt=[[αἰσχυντήρ]] (-ῆρος), ο (Α) [[αἰσχύνω]]<br />αυτός που ντροπιάζει τη συζυγική [[τιμή]] κάποιου άλλου, ο [[μοιχός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αἰσχυντήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[αἰσχύνω]]), αυτός που προξενεί [[ατίμωση]], [[υβριστικός]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:27, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A dishonourer, of Aegisthus, A.Ch.998.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχυντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταισχύνων, ἐπὶ τοῦ Αἰγίσθου, Αἰσχύλ. Χο. 990· οὕτω καὶ καταισχυντήρ, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1363· ἄλλως τὸ αἰσχυντὴρ ἀπαντᾷ μόνον ἐν μεταγενεστέρᾳ τινὶ ἐπιγραφῇ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 8664.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
qui déshonore.
Étymologie: αἰσχύνω.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
infamador, seductor ἔχει γὰρ αἰσχυντῆρος ... δίκην de Egisto, A.Ch.990.
Greek Monolingual
αἰσχυντήρ (-ῆρος), ο (Α) αἰσχύνω
αυτός που ντροπιάζει τη συζυγική τιμή κάποιου άλλου, ο μοιχός.
Greek Monotonic
αἰσχυντήρ: -ῆρος, ὁ (αἰσχύνω), αυτός που προξενεί ατίμωση, υβριστικός, σε Αισχύλ.