ἀμφορίσκος: Difference between revisions
From LSJ
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
(3) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφορίσκος]], ο (Α) [[ἀμφορεύς]]<br />(υποκοριστικό του [[ἀμφορεύς]]) [[μικρός]] [[αμφορέας]]. | |mltxt=[[ἀμφορίσκος]], ο (Α) [[ἀμφορεύς]]<br />(υποκοριστικό του [[ἀμφορεύς]]) [[μικρός]] [[αμφορέας]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμφορίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[ἀμφορεύς]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, Dim. of ἀμφορεύς, D.22.76;
A ἀ. Πανιώνιος IG2.818.
German (Pape)
[Seite 146] ὁ, kleiner ἀμφορεύς, Dem. 22, 76.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφορίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἀμφορεύς, Δημ. 617. 19.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ pequeña ánfora D.22.76, IG 22.1640.19 (IV a.C.), 22.1425.345 (IV a.C.), Hero Stereom.2.23, Poll.10.70.
Greek Monolingual
ἀμφορίσκος, ο (Α) ἀμφορεύς
(υποκοριστικό του ἀμφορεύς) μικρός αμφορέας.
Greek Monotonic
ἀμφορίσκος: ὁ, υποκορ. του ἀμφορεύς, σε Δημ.