ἀντικάτημαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
(big3_5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[ἀντικάθημαι]]. | |dgtxt=v. [[ἀντικάθημαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντικάτημαι:''' -κατίζομαι, -[[κατίστημι]], Ιων. αντί <i>ἀντι- κάθ-</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ἀντικατίζομαι, ἀντικατίστημι, Ion. for ἀντικάθ-.
German (Pape)
[Seite 253] -κατίζομαι, -κατίστημι, ion. Formen für ἀντικάθημαι u. s. w.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικάτημαι: ἀντικατίζομαι, ἀντικατίστημι Ἰων. ἀντὶ ἀντικάθ-.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἀντικάθημαι.
Spanish (DGE)
v. ἀντικάθημαι.
Greek Monotonic
ἀντικάτημαι: -κατίζομαι, -κατίστημι, Ιων. αντί ἀντι- κάθ-.