εἰσβατός: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
(10) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἰσβατός]], -όν (AM)<br />(για χώρο) [[προσιτός]], αυτός στον οποίο μπορεί [[κανείς]] να μπει. | |mltxt=[[εἰσβατός]], -όν (AM)<br />(για χώρο) [[προσιτός]], αυτός στον οποίο μπορεί [[κανείς]] να μπει. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἰσβᾰτός:''' -ή, -όν ([[εἰσβαίνω]]), ευκολοπλησίαστος, [[προσιτός]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A accessible, τῇτόλμῃ Th.2.41.
German (Pape)
[Seite 741] zugänglich, Thuc. 2, 41.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσβᾰτός: -ή, -όν, προσιτός, τῇ τόλμῃ Θουκ. 2. 41.
Greek Monolingual
εἰσβατός, -όν (AM)
(για χώρο) προσιτός, αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να μπει.
Greek Monotonic
εἰσβᾰτός: -ή, -όν (εἰσβαίνω), ευκολοπλησίαστος, προσιτός, σε Θουκ.