εἰσβατός: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
(10)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰσβατός]], -όν (AM)<br />(για χώρο) [[προσιτός]], αυτός στον οποίο μπορεί [[κανείς]] να μπει.
|mltxt=[[εἰσβατός]], -όν (AM)<br />(για χώρο) [[προσιτός]], αυτός στον οποίο μπορεί [[κανείς]] να μπει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰσβᾰτός:''' -ή, -όν ([[εἰσβαίνω]]), ευκολοπλησίαστος, [[προσιτός]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 18:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσβᾰτός Medium diacritics: εἰσβατός Low diacritics: εισβατός Capitals: ΕΙΣΒΑΤΟΣ
Transliteration A: eisbatós Transliteration B: eisbatos Transliteration C: eisvatos Beta Code: ei)sbato/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A accessible, τῇτόλμῃ Th.2.41.

German (Pape)

[Seite 741] zugänglich, Thuc. 2, 41.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσβᾰτός: -ή, -όν, προσιτός, τῇ τόλμῃ Θουκ. 2. 41.

Greek Monolingual

εἰσβατός, -όν (AM)
(για χώρο) προσιτός, αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να μπει.

Greek Monotonic

εἰσβᾰτός: -ή, -όν (εἰσβαίνω), ευκολοπλησίαστος, προσιτός, σε Θουκ.