δυσανάσχετος: Difference between revisions
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσανάσχετος]] και [[δυσανάνσχετος]], -ον (Α)<br />ο μη [[ανεκτός]], ο [[ανυπόφορος]]. | |mltxt=[[δυσανάσχετος]] και [[δυσανάνσχετος]], -ον (Α)<br />ο μη [[ανεκτός]], ο [[ανυπόφορος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσανάσχετος:''' -ον, [[ανυπόφορος]], [[αφόρητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to bear, intolerable, ὕβρεις Ph.2.92; κήδη Phleg.Macr.4, cf. Dsc. Eup. 1.235, Porph.Abst.3.20: poet. δῠσανα-άνσχετος A.R.2 272. II Act., bearing hardly, in Adv. -τως, ἔχειν A.D.Synt.218.9, cf. Poll.3.130.
German (Pape)
[Seite 675] schwer zu ertragen, unerträglich; Poll. 3, 130 u. Sp.; δυσανασχέτως ἔχειν, = vorigem, Poll. a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
δυσανάσχετος: -ον, ὃν δυσκόλως ὑποφέρει τις, ἀφόρητος, ἀνυπόφορος, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 175· ποιητικός τις τύπος δυσάνσχετος ἀπαντᾷ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Β. 272. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μετὰ δυσκολίας ὑποφέρων τι, τινός. ‒ Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Γʹ, 130.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσ-, ἀνέχω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): poét. δυσανσχ- A.R.2.272
1 difícil de soportar, difícilmente tolerable ὀδμή A.R.l.c., ὕβρεις Ph.2.92, κήδη Orác. en Phleg.37 (p.1188), cf. IG 9(2).1104.17 (I a.C.), Dsc.Eup.1.235, Porph.Abst.3.20.
2 adv. -ως en forma difícilmente soportable προσφωνούμενοι διὰ τῆς ἀντωνυμίας δ. ἔχουσιν llevan mal ser llamados por el pronombre en lugar de por su nombre propio, A.D.Synt.218.9, cf. Poll.3.130, Sch.Pi.N.7.62a.
Greek Monolingual
δυσανάσχετος και δυσανάνσχετος, -ον (Α)
ο μη ανεκτός, ο ανυπόφορος.
Greek Monotonic
δυσανάσχετος: -ον, ανυπόφορος, αφόρητος.