Τρωϊκός: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Troie, troyen ; τὰ Τρωϊκά les événements, <i>càd</i> la guerre de Troie.<br />'''Étymologie:''' [[Τρωΐα]].
|btext=ή, όν :<br />de Troie, troyen ; τὰ Τρωϊκά les événements, <i>càd</i> la guerre de Troie.<br />'''Étymologie:''' [[Τρωΐα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Τρωϊκός:''' -ή, -όν ([[Τρώς]]), αυτός που ανήκει στην [[Τροία]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· <i>τὰ Τρωϊκὰ</i>, τα χρόνια του Τρωικού πολέμου, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 18:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τρωϊκός Medium diacritics: Τρωϊκός Low diacritics: Τρωϊκός Capitals: ΤΡΩΪΚΟΣ
Transliteration A: Trōïkós Transliteration B: Trōikos Transliteration C: Troikos Beta Code: *trwi+ko/s

English (LSJ)

ή, όν, (Τρώς)

   A Trojan, Il.10.11, S.Aj.862, etc.; Τρωϊκὴν ἀνὰ χθόνα A.Myrm. in PSI11.1211.3; τὰ T. the times of Troy, the Trojan war, Hdt.2.145, al., Th.1.3, etc.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Troie, troyen ; τὰ Τρωϊκά les événements, càd la guerre de Troie.
Étymologie: Τρωΐα.

Greek Monotonic

Τρωϊκός: -ή, -όν (Τρώς), αυτός που ανήκει στην Τροία, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· τὰ Τρωϊκὰ, τα χρόνια του Τρωικού πολέμου, σε Ηρόδ.