ὑπογλυκαίνω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[γλυκαίνω]] [[λιγάκι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καλοπιάνω]] με κολακείες («δῆμον ὑπογλυκαίνειν ῥηματίοις μαγειρικοῑς», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[γλυκαίνω]] [[λιγάκι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καλοπιάνω]] με κολακείες («δῆμον ὑπογλυκαίνειν ῥηματίοις μαγειρικοῑς», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπογλῠκαίνω:''' [[γλυκαίνω]] λίγο· μεταφ., [[καλοπιάνω]] και καταπραΰνω, <i>τινά</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 18:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπογλῠκαίνω Medium diacritics: ὑπογλυκαίνω Low diacritics: υπογλυκαίνω Capitals: ΥΠΟΓΛΥΚΑΙΝΩ
Transliteration A: hypoglykaínō Transliteration B: hypoglykainō Transliteration C: ypoglykaino Beta Code: u(poglukai/nw

English (LSJ)

   A sweeten a little: metaph., coax and smooth down, δῆμον ῥηματίοις Ar.Eq.216.

German (Pape)

[Seite 1212] ein wenig versüßen, übertr., ein wenig mit süßen Worten schmeicheln od. etwas freundlich stimmen, ῥηματίοις μαγειρικοῖς, Ar. Equit. 216.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπογλῠκαίνω: γλυκαίνω ὀλίγον τι· μεταφ., θωπεύω καὶ καταπραΰνω, ὑπογλυκαίνειν ῥηματίοις μαγειρικοῖς, Ἀριστοφάνους Ἱππ. 216.

French (Bailly abrégé)

adoucir un peu, fig. amadouer ou cajoler.
Étymologie: ὑπό, γλυκαίνω.

Greek Monolingual

Α
1. γλυκαίνω λιγάκι
2. μτφ. καλοπιάνω με κολακείες («δῆμον ὑπογλυκαίνειν ῥηματίοις μαγειρικοῑς», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ὑπογλῠκαίνω: γλυκαίνω λίγο· μεταφ., καλοπιάνω και καταπραΰνω, τινά, σε Αριστοφ.