πηρίδιον: Difference between revisions
From LSJ
μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[πήρα]]<br />[[μικρός]] [[σάκος]], [[σακίδιο]], [[σακουλάκι]], ταγαράκι («ἐκ πηριδίου τινὸς ὅ ἐπεφέρετο προκομίσασα», Ηλιόδ.). | |mltxt=τὸ, Α [[πήρα]]<br />[[μικρός]] [[σάκος]], [[σακίδιο]], [[σακουλάκι]], ταγαράκι («ἐκ πηριδίου τινὸς ὅ ἐπεφέρετο προκομίσασα», Ηλιόδ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πηρίδιον:''' [ῐ], τό, υποκορ., σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐδ], τό, Dim. of πήρα, Ar.Nu.923 (anap.), Fr.486;
A π. γνωρισμάτων Men.Epit.114, cf. Ant.Diog.6, Hld.10.9, Porph.Abst. 2.15.
German (Pape)
[Seite 611] τό, dim. vom Vorigen, Ar. Nub. 921.
Greek (Liddell-Scott)
πηρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ πήρα, Ἀριστοφ. Νεφ. 923, Ἀποσπ. 410.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de πήρα.
Greek Monolingual
τὸ, Α πήρα
μικρός σάκος, σακίδιο, σακουλάκι, ταγαράκι («ἐκ πηριδίου τινὸς ὅ ἐπεφέρετο προκομίσασα», Ηλιόδ.).
Greek Monotonic
πηρίδιον: [ῐ], τό, υποκορ., σε Αριστοφ.