περιστρατοπεδεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion
(6_5) |
(6) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιστρᾰτοπεδεύομαι''': ἀποθ., [[στρατοπεδεύω]] ὁλόγυρα, κυκλώνω, πολιορκῶ· ἀπολ. ἢ μετ’ αἰτ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 7, Κύρ. 3. 1, 6, κτλ. ― Τὰ ἐνεργ. παρὰ μεταγεν., Πολύβ. 1. 30, 5., 2. 2, 7, Πλουτ. Φάβ. 22, κτλ. | |lstext='''περιστρᾰτοπεδεύομαι''': ἀποθ., [[στρατοπεδεύω]] ὁλόγυρα, κυκλώνω, πολιορκῶ· ἀπολ. ἢ μετ’ αἰτ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 7, Κύρ. 3. 1, 6, κτλ. ― Τὰ ἐνεργ. παρὰ μεταγεν., Πολύβ. 1. 30, 5., 2. 2, 7, Πλουτ. Φάβ. 22, κτλ. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιστρᾰτοπεδεύομαι:''' μέλ. <i>-εύσομαι</i>, αποθ., [[κατασκηνώνω]], [[περιβάλλω]], [[κυκλώνω]], απόλ. ή με αιτ., σε Ξεν.· η Ενεργ., σε μεταγεν. συγγραφείς, σε Πολύβ., Πλούτ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 594] ringsum ein Lager schlagen, umlagern; Xen. Cyr. 3, 1, 6; τὴν πόλιν, Pol. 1, 30, 5, u. öfter im act., wie Plut. Fab. 22, D. Hal. 6, 29.
Greek (Liddell-Scott)
περιστρᾰτοπεδεύομαι: ἀποθ., στρατοπεδεύω ὁλόγυρα, κυκλώνω, πολιορκῶ· ἀπολ. ἢ μετ’ αἰτ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 7, Κύρ. 3. 1, 6, κτλ. ― Τὰ ἐνεργ. παρὰ μεταγεν., Πολύβ. 1. 30, 5., 2. 2, 7, Πλουτ. Φάβ. 22, κτλ.
Greek Monotonic
περιστρᾰτοπεδεύομαι: μέλ. -εύσομαι, αποθ., κατασκηνώνω, περιβάλλω, κυκλώνω, απόλ. ή με αιτ., σε Ξεν.· η Ενεργ., σε μεταγεν. συγγραφείς, σε Πολύβ., Πλούτ. κ.λπ.